- ὑπομάσσω
- ὑπομάσσω, [dialect] Att. [suff] ὑπομᾰλᾰκ-ττω,A smear or rub underneath, Theoc.2.59; ὑπομεμαγμένος lying close under,
ταῖς πέτραις Anon.
ap. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῖς πέτραις Anon.
ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομάσσω — και αττ. τ. ὑπομάττω Α 1. αλείφω κάτι από κάτω 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπομεμαγμένος αυτός που βρίσκεται κάτω από κάτι, ιδίως αυτός που καλύπτεται εντελώς από κάτι που βρίσκεται αποπάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μάσσω «ζυμώνω»] … Dictionary of Greek
ὑπόμαξον — ὑπομάσσω smear aor imperat act 2nd sg ὑ̱πόμαξον , ὑπομάσσω smear futperf ind act masc voc sg ὑ̱πόμαξον , ὑπομάσσω smear futperf ind act neut nom/voc/acc sg ὑπομάσσω smear aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομεμαγμένη — ὑπομάσσω smear perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομάττω — Α (αττ. τ.) βλ. ὑπομάσσω … Dictionary of Greek